- ορύζων
- (-ώνος) ο рисовая плантация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορυζώνας — ο (Μ ὀρυζών) υγρή έκταση γης στην οποία καλλιεργείται ρύζι, φυτεία ρυζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + κατάλ. ών(ας) (πρβλ. αμπελών[ας])] … Dictionary of Greek